λυράρης

λυράρης
ο
πληθ. -ηδες, θηλ. -ισσα αυτός που παίζει τη λύρα: Είναι επαγγελματίας λυράρης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λυράρης — ο [λύρα] οργανοπαίκτης που παίζει λύρα, αλλ. λυρατζής …   Dictionary of Greek

  • λύρα — I (Ζωολ.). Κοινή ονομασία στρουθιομόρφων πτηνών του γένους Menura, της οικογένειας των μηνουριδών. Βλ. λ. μηνουρίδες. II (Μουσ.). Μουσικό όργανο. Προέρχεται από τη Σουμερία (3η χιλιετία π.Χ.), αλλά συνδέθηκε άμεσα με την αρχαία Ελλάδα, ενώ,… …   Dictionary of Greek

  • Лундемис, Менелаос — Менелаос Лундемис (греч. Μενέλαος Λουντέμης Агиа Кирьяки Восточная Фракия 1912 *  Афины 22 января 1977 года)  известный греческий писатель Содержание 1 Биография 2 …   Википедия

  • -άρης — κατάλ. αρσ. ουσ. και επιθ. της Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται ετυμολογικά με τη μσν. κατάλ. άριος ( άρις). Ειδικότερα, από λατινικά ονόματα σε arius, τα οποία συνήθως δήλωναν αξίωμα, προέκυψαν τους Βυζαντινούς χρόνους… …   Dictionary of Greek

  • λυρατζής — ο (στην Κρήτη) ο λυράρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + κατάλ. (α)τζής*, δηλωτική επαγγέλματος] …   Dictionary of Greek

  • λυριτζής — ο λυράρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + κατάλ. (ι)τζής*] …   Dictionary of Greek

  • Λουντέμης, Μενέλαος — (Κωνσταντινούπολη 1915 – Αθήνα 1977). Λογοτέχνης. Εμφανίστηκε στον χώρο της λογοτεχνίας το 1934 και έγραψε σημαντικό αριθμό έργων (διηγήματα, μυθιστορήματα, ποιήματα): Τα πλοία δεν άραξαν (1938), Γλυκοχάραμα (1944), Αυτοί που φέρανε την καταχνιά… …   Dictionary of Greek

  • Ξυλούρης, Νίκος — (Ανώγεια Ηρακλείου Κρήτης 1938 – 1980). Μουσικοσυνθέτης λαϊκών και δημοτικών τραγουδιών και τραγουδιστής. Ξεκίνησε την επαγγελματική του σταδιοδρομία ως τραγουδιστής και λυράρης σε γάμους και πανηγύρια της περιοχής Ανωγείων σε ηλικία μόλις 15… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”